ξενερίζω

ξενερίζω
1. (για ψάρι και, μτφ., για πρόσ.) βρίσκομαι σε άγνωστο περιβάλλον, χάνω τα νερά μου
2. (για ψάρι και για ύφαλο) εξέρχομαι πάνω από την επιφάνεια τού νερού
3. κάνω κάποιον να χάσει τα νερά του, να αλλάξει τις συνήθειές του απομακρύνοντάς τον από τον τόπο που έχει συνηθίζει να ζει
4. αλλάζω το νερό μέσα στο οποίο έχω αφήσει κάτι προκειμένου να αποβάλει μέρος τής αρμύρας ή τής πικρίλας του («ξενερίζω τις ελιές»)
5. συνέρχομαι από μεθύσι
6. ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + νερό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξενερώνω — ξενερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + νερό] …   Dictionary of Greek

  • ξεζουμίζω — 1. βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας το, στίβω («ξεζουμίζω το πορτοκάλι») 2. (σχετικά με φαγητό) αλλάζω το νερό, ξενερίζω («ξεζούμισα τα φασόλια») 3. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά και σωματικά κατά κόρον 4. (για γυναίκα) εξαντλώ… …   Dictionary of Greek

  • ξενέρισμα — το [ξενερίζω] 1. απομάκρυνση κάποιου από το συνηθισμένο περιβάλλον του 2. αλλαγή νερού μέσα στο οποίο τοποθετήθηκε κάτι για να χάσει την αρμύρα ή την πικράδα του 3. απαλλαγή από μεθύσι 4. ούρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”