- ξενερίζω
- 1. (για ψάρι και, μτφ., για πρόσ.) βρίσκομαι σε άγνωστο περιβάλλον, χάνω τα νερά μου2. (για ψάρι και για ύφαλο) εξέρχομαι πάνω από την επιφάνεια τού νερού3. κάνω κάποιον να χάσει τα νερά του, να αλλάξει τις συνήθειές του απομακρύνοντάς τον από τον τόπο που έχει συνηθίζει να ζει4. αλλάζω το νερό μέσα στο οποίο έχω αφήσει κάτι προκειμένου να αποβάλει μέρος τής αρμύρας ή τής πικρίλας του («ξενερίζω τις ελιές»)5. συνέρχομαι από μεθύσι6. ουρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + νερό].
Dictionary of Greek. 2013.